επιρρινίζω

επιρρινίζω
κάνω κάτι λείο ή στιλπνό με τη ρίνη (τη λίμα), λιμάρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρινίζω «λιμάρω»
Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή]·

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”